logistics
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- logistics < γαλλική logistique < logis < loger < φραγκική *laubijā (καταφύγιο) < πρωτογερμανική *laubą (φύλλο) (με παρετυμολόγηση από τη γαλλική logistique < αρχαία ελληνικά λογιστικός < λόγος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαlogistics (en)