λογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογιστικός < αρχαία ελληνική λογιστικός
Επίθετο
επεξεργασίαλογιστικός
- που έχει σχέση με την λογιστική ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που είναι ικανός ή κατάλληλος να κάνει υπολογισμούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(λογιστική)
- λογιστική αξία
- λογιστικό αρχείο / βιβλίο
- λογιστικό γεγονός
- λογιστικό στοιχείο (παραστατικό)
- λογιστικό σύστημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογιστικός