λογιστική αξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογιστική αξία < → δείτε τις λέξεις λογιστικός και αξία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική book value
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαλογιστική αξία
- (λογιστική) η αξία με την οποία ένα περιουσιακό στοιχείο έχει αναγνωριστεί (ιστορική κτήση, όπως ένα τιμολόγιο αγοράς)
Μεταφράσεις
επεξεργασία λογιστική αξία