Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατορθωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατορθωτ
ός
η
κατορθωτ
ή
το
κατορθωτ
ό
γενική
του
κατορθωτ
ού
της
κατορθωτ
ής
του
κατορθωτ
ού
αιτιατική
τον
κατορθωτ
ό
την
κατορθωτ
ή
το
κατορθωτ
ό
κλητική
κατορθωτ
έ
κατορθωτ
ή
κατορθωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατορθωτ
οί
οι
κατορθωτ
ές
τα
κατορθωτ
ά
γενική
των
κατορθωτ
ών
των
κατορθωτ
ών
των
κατορθωτ
ών
αιτιατική
τους
κατορθωτ
ούς
τις
κατορθωτ
ές
τα
κατορθωτ
ά
κλητική
κατορθωτ
οί
κατορθωτ
ές
κατορθωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατορθωτός
<
κατορθώνω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
κατορθωτός
που είναι
δυνατόν
να
κατορθωθεί
, να
πραγματοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατόρθωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατορθωτός
αγγλικά
:
achievable
(en)
,
accomplishable
(en)
γαλλικά
:
réalisable
(fr)
,
possible
(fr)