possible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | possible |
συγκριτικός | more possible |
υπερθετικός | most possible |
Ετυμολογία
επεξεργασία- possible < μέση αγγλική possible < παλαιά γαλλική possible < λατινική possibilis < posse
Επίθετο
επεξεργασίαpossible (en)
- δυνατός, πιθανός, ενδεχόμενος, που μπορεί να επιτευχθεί, που μπορεί να γίνει, κατορθωτός
- ↪ as quickly as possible - όσο το δυνατόν γρηγορότερα
- ↪ I will come as early as possible.
- Θα έρθω όσο το δυνατό νωρίτερα.
- ↪ if possible - αν είναι δυνατόν
- ↪ I tried all possible combinations.
- Δοκίμασα όλους τους πιθανούς συνδυασμούς.
- ↪ A possible interpretation/hypothesis.
- Μια πιθανή ερμηνεία/υπόθεση.
- ↪ How is it possible to get lost in this town?
- Πώς γίνεται να χαθείς σε αυτήν την πόλη;
- ↪ They are scared of a possible defeat.
- Φοβούνται μια ενδεχόμενη ήττα.
- δυνατός, που μπορεί να υπάρχει ή να συμβεί αλλά δεν είναι σίγουρο
- ↪ Failure is possible although it’s not likely.
- Η αποτυχία είναι δυνατή, αν και όχι πιθανή.
- ↪ Failure is possible although it’s not likely.
- λογικός, κατάλληλος σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ That’s one possible explanation.
- Αυτή είναι μια λογική εξήγηση.
- ↪ He’s the only possible man for the position.
- Είναι ο μόνος κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση.
- ↪ That’s one possible explanation.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- possible < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
possible | possibles |
possible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα
επεξεργασία
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαpossible (ca)