Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπορετός η μπορετή το μπορετό
      γενική του μπορετού της μπορετής του μπορετού
    αιτιατική τον μπορετό την μπορετή το μπορετό
     κλητική μπορετέ μπορετή μπορετό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπορετοί οι μπορετές τα μπορετά
      γενική των μπορετών των μπορετών των μπορετών
    αιτιατική τους μπορετούς τις μπορετές τα μπορετά
     κλητική μπορετοί μπορετές μπορετά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπορετός < μεσαιωνική ελληνική ἐμπορετός < ἐμπορῶ και ἠμπορῶ (υπήρξε και γραφή εἰμπορῶ)< πιθανόν ή από την αρχαία ελληνική εὐπορέω-εὐπορῶ ή από την επίσης αρχαία ελληνική ἐμπορικός

  Επίθετο επεξεργασία

μπορετός,ή,ό

  1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, που υπάρχει η δυνατότητα να υλοποιηθεί, υλοποιήσιμος, εφικτός, πραγματοποιήσιμος
    Ας ήταν μπορετό να σου' δινα κι απ' της καντήλας μου το λάδι (Χρυσάνθη Ζιτσαία, "Το φώς τ' ανέσπερο")
  2. (μεταφορικά) αυτό που μπορείς να αντέξεις ψυχικά
    Δεν είναι μπορετό να ζήσω μακριά σου (μου είναι αφόρητο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία