μπορετός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μπορετός | η | μπορετή | το | μπορετό |
γενική | του | μπορετού | της | μπορετής | του | μπορετού |
αιτιατική | τον | μπορετό | την | μπορετή | το | μπορετό |
κλητική | μπορετέ | μπορετή | μπορετό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μπορετοί | οι | μπορετές | τα | μπορετά |
γενική | των | μπορετών | των | μπορετών | των | μπορετών |
αιτιατική | τους | μπορετούς | τις | μπορετές | τα | μπορετά |
κλητική | μπορετοί | μπορετές | μπορετά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπορετός < μεσαιωνική ελληνική ἐμπορετός < ἐμπορῶ και ἠμπορῶ (υπήρξε και γραφή εἰμπορῶ)< πιθανόν ή από την αρχαία ελληνική εὐπορέω-εὐπορῶ ή από την επίσης αρχαία ελληνική ἐμπορικός
Επίθετο
επεξεργασίαμπορετός,ή,ό
- αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, που υπάρχει η δυνατότητα να υλοποιηθεί, υλοποιήσιμος, εφικτός, πραγματοποιήσιμος
- Ας ήταν μπορετό να σου' δινα κι απ' της καντήλας μου το λάδι (Χρυσάνθη Ζιτσαία, "Το φώς τ' ανέσπερο")
- (μεταφορικά) αυτό που μπορείς να αντέξεις ψυχικά
- Δεν είναι μπορετό να ζήσω μακριά σου (μου είναι αφόρητο)