Ετυμολογία

επεξεργασία
contingent < παλαιά γαλλική contingent < λατινική contingens < contingere < com- + tangere

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contingent (en)

  1. το ενδεχόμενο
  2. στρατιωτική δύναμη, απόσπασμα
    • οποιαδήποτε ομάδα

  Επίθετο

επεξεργασία

contingent (en)

  1. απρόβλεπτος, ασταθής λόγω τυχαιότητας, που παρασύρεται (όχι λόγω συμπεριφορικής ακράτειας αλλά λόγω απροβλεψιμότητας) από τις πιθανότητες και την απροσδιοριστία της τύχης
  2. ενδεχόμενος
  3. εξαρτώμενος