impossible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | impossible |
συγκριτικός | more impossible |
υπερθετικός | most impossible |
Επίθετο
επεξεργασίαimpossible (en)
- αδύνατος, που είναι δυνατόν να γίνει, αποκλείεται να
- ⮡ it's impossible - είναι αδύνατον
- ⮡ It is impossible to believe such a thing.
- Αποκλείεται να πιστεύεις τέτοιο πράγμα.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impossible | impossibles |
impossible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαimpossible (fr) αρσενικό
- το ακατόρθωτο