Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκλείεται < ρηματικός τύπος
για την απρόσωπη χρήση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική c΄est exclut [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.poˈkli.e.te/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κλεί‐ε‐ται
ομόηχο: αποκλείετε

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποκλείεται

  • γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος αποκλείομαι, παθητικής φωνής του αποκλείω
    1. (προσωπικό)
      αυτή τη στιγμή αποκλείεται κάθε τέτοια πιθανότητα διπλωματικών συνομιλιών
    2. (απρόσωπο ρήμα) + να
      1. δεν πρόκειται να γίνει αυτό που λες
        Aποκλείεται να συνεργαστώ μαζί τους!
          — Αγαπητέ μου, ποτέ μην αποκλείετε τίποτα.
      2. (κατηγορηματική άρνηση) δεν πιστεύω ότι έγινε, δεν υπάρχει περίπτωση να έγινε αυτό που λες
        Αποκλείεται! Δεν σε πιστεύω!

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία