αποκλείεται
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποκλείεται < ρηματικός τύπος
- για την απρόσωπη χρήση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική c΄est exclut [1]
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.poˈkli.e.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κλεί‐ε‐ται
- ομόηχο: αποκλείετε
Ρηματικός τύπος Επεξεργασία
αποκλείεται
- γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος αποκλείομαι, παθητικής φωνής του αποκλείω
- (προσωπικό)
- ↪ αυτή τη στιγμή αποκλείεται κάθε τέτοια πιθανότητα διπλωματικών συνομιλιών
- (απρόσωπο ρήμα) + να
- δεν πρόκειται να γίνει αυτό που λες
- ↪ — Aποκλείεται να συνεργαστώ μαζί τους!
— Αγαπητέ μου, ποτέ μην αποκλείετε τίποτα.
- ↪ — Aποκλείεται να συνεργαστώ μαζί τους!
- (κατηγορηματική άρνηση) δεν πιστεύω ότι έγινε, δεν υπάρχει περίπτωση να έγινε αυτό που λες
- ↪ Αποκλείεται! Δεν σε πιστεύω!
- δεν πρόκειται να γίνει αυτό που λες
- (προσωπικό)
Συνώνυμα Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αποκλείεται να
Επεξεργασία
- ↑ αποκλείω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.