αποκλείομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.poˈkli.o.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κλεί‐ο‐μαι
- ομόηχο: αποκλείομε
Ρήμα
επεξεργασίααποκλείομαι, π.αόρ.: αποκλείστηκα, μτχ.π.π.: αποκλεισμένος, (ενεργ.: αποκλείω)
- παθητική φωνή του ρήματος αποκλείω → δείτε και την κλίση