no way
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επιφώνημα
επεξεργασία
no way (en)
Έκφραση
επεξεργασία
no way (en)
- (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) αποκλείεται να
- ⮡ There’s no way/In no way/No way am I working together with them!
- Αποκλείεται να συνεργαστώ μαζί τους!
- ⮡ There’s no way I’m accepting his proposals.
- Αποκλείεται να δεχτώ τις προτάσεις του.
- ⮡ There’s no way/In no way/No way am I working together with them!