ακατόρθωτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακατόρθωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακατόρθωτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακατόρθωτο ουδέτερο
- (λόγιο) κάτι που δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακατόρθωτο