• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ακατόρθωτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακατόρθωτο τα ακατόρθωτα
      γενική του ακατόρθωτου των ακατόρθωτων
    αιτιατική το ακατόρθωτο τα ακατόρθωτα
     κλητική ακατόρθωτο ακατόρθωτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ακατόρθωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακατόρθωτος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ακατόρθωτο ουδέτερο

  • (λόγιο) κάτι που δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • ανέφικτο
  • απραγματοποίητο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ακατόρθωτο
  • αγγλικά : infeasibility (en)
  • γαλλικά : impossible (fr), irréalisable (fr), infaisable (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακατόρθωτο&oldid=5449580"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 11:32

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 11:32.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie