Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
infaisable infaisables

infaisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

infaisable (fr) αρσενικό