άλυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άλυτος | η | άλυτη | το | άλυτο |
γενική | του | άλυτου | της | άλυτης | του | άλυτου |
αιτιατική | τον | άλυτο | την | άλυτη | το | άλυτο |
κλητική | άλυτε | άλυτη | άλυτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άλυτοι | οι | άλυτες | τα | άλυτα |
γενική | των | άλυτων | των | άλυτων | των | άλυτων |
αιτιατική | τους | άλυτους | τις | άλυτες | τα | άλυτα |
κλητική | άλυτοι | άλυτες | άλυτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άλυτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάλυτος, -η, -ο
- που δεν έχει λυθεί ή που δεν επιδέχεται λύση
- ο τετραγωνισμός του κύκλου είναι άλυτο γεωμετρικό πρόβλημα (δεν μπορεί να λυθεί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία άλυτος