ανέφικτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανέφικτο | τα | ανέφικτα |
γενική | του | ανέφικτου | των | ανέφικτων |
αιτιατική | το | ανέφικτο | τα | ανέφικτα |
κλητική | ανέφικτο | ανέφικτα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- ανέφικτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ανέφικτος < ελληνιστική κοινή ἀνέφικτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανέφικτο ουδέτερο
- (λόγιο) κάτι που δεν μπορούμε να το επιτύχουμε ή δύσκολα μπορούμε να το επιτύχουμε
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ανέφικτο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανέφικτο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- ανέφικτο: κλιτικός τύπος