Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
possibility possibilities

possibility (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πιθανότητα, η δυνατότητα, το ενδεχόμενο, που μπορεί να συμβεί ή να είναι αλήθεια
      There is no possibility of relection for this MP.
    Δεν υπάρχει πιθανότητα επανεκλογής αυτού του βουλευτή.
      Bankruptcy is a real possibility if sales don't improve.
    Η πτώχευση είναι μια πραγματική πιθανότητα αν δεν βελτιωθούν οι πωλήσεις.
      I can not exclude the possibility that your health might be affected.
    Δεν αποκλείω την πιθανότητα να επηρεαστεί η υγεία σας/σου.
      I cannot rule out the possibility of an error in my calculations.
    Δεν μπορώ να αποκλείσω τη δυνατότητα ενός σφάλματος στους υπολογισμούς μου.
      The council provides the possibility of financial support.
    Το συμβούλιο παρέχει τη δυνατότητα οικονομικής στήριξης.
      The possibility of a new war cannot be ruled out.
    Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέου πολέμου.
  2. η πιθανότητα, η δυνατότητα, ένα από τα διαφορετικά πράγματα που μπορώ να κάνω σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
      Selling the house is just one possibility that is open to us.
    Το να πουλήσουμε το σπίτι είναι μόνο μία από τις πιθανότητες που έχουμε στη διάθεσή μας.
      She explored the possibility of studying in the US.
    Εξέτασε την πιθανότητα να σπουδάσει στις ΗΠΑ.
      The possibilities are endless.
    Οι δυνατότητες είναι απεριόριστες.
  3. η δυνατότητα, η ευκαιρία
      Career possibilities for women are much greater than they were fifty years ago.
    Οι επαγγελματικές δυνατότητες για τις γυναίκες είναι πολύ περισσότερες από ό,τι πριν από πενήντα χρόνια.
      There are countless possibilities for future research.
    Υπάρχουν αμέτρητες ευκαιρίες για μελλοντική έρευνα.
     συνώνυμα: opportunity

Αναφορές

επεξεργασία
  1. possibility - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)