Ετυμολογία

επεξεργασία
possibility < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική possibilité < παλαιά γαλλική possibilité < λατινική possibilitas (από την αιτιατική possibilitatem) < possibilis[1] Μορφολογικά, poss(ible) + -ibility
      ενικός         πληθυντικός  
possibility possibilities

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

possibility (en)

  1. η δυνατότητα
    ⮡  The council provides the possibility of financial support.
    Tο συμβούλιο παρέχει τη δυνατότητα οικονομικής στήριξης.
  2. η πιθανότητα, το ενδεχόμενο
    ⮡  There is no possiblity of relection of this MP.
    Δεν υπάρχει πιθανότητα επανεκλογής αυτού του βουλευτή.
    ⮡  I can not exclue the possibility that your health might be affected.
    Δεν αποκλείω την πιθανότητα να επηρεαστεί η υγεία σας/σου.

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. possibility - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)