possibilité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- possibilité < παλαιά γαλλική possibilité < λατινική possibilitas
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
possibilité | possibilités |
possibilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
possibilité | possibilités |
possibilité (fr) θηλυκό