incidental
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαincidental (en)
Παράγωγα
επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
incidental | incidentais |
incidental (pt) αρσενικό ή θηλυκό
incidental (en)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
incidental | incidentais |
incidental (pt) αρσενικό ή θηλυκό