ρευστοποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρευστοποιήσιμος < ρευστοποιώ + -σιμος
Επίθετο
επεξεργασίαρευστοποιήσιμος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ρευστοποιώ, ρευστός, ρέω και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρευστοποιήσιμος