αρευστοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρευστοποίητος < α- (στερητικό) + ρευστοποιώ + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααρευστοποίητος[1]
- (κυριολεκτικά) που δε ρευστοποιήθηκε ή δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί
- ((μεταφορικά) για περιουσιακά στοιχεία) που δε μετατράπηκαν σε χρήμα / ρευστό ή που δεν επιδέχονται τέτοια μετατροπή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρευστοποίητος
|
- ↑ αρευστοποίητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ αρρευστοποίητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας