Ετυμολογία

επεξεργασία
ρευστοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ρευστοποιώ

ρευστοποιούμαι

  1. στο τρίτο πρόσωπο, από στερεός, γίνομαι ρευστός, υγρός ή αέριος
    το έδαφος ρευστοποιείται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα γεωλογικά φαινόμενα
  2. στο τρίτο προσωπο, ενα κεφάλαιο γίνεται χρήμα, αλλάζει μορφή, π.χ. από ακίνητη περιουσία ή μετοχές μετατρέπεται σε χρήμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία