ρευστοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρευστοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ρευστοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαρευστοποιούμαι
- στο τρίτο πρόσωπο, από στερεός, γίνομαι ρευστός, υγρός ή αέριος
- το έδαφος ρευστοποιείται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα γεωλογικά φαινόμενα
- στο τρίτο προσωπο, ενα κεφάλαιο γίνεται χρήμα, αλλάζει μορφή, π.χ. από ακίνητη περιουσία ή μετοχές μετατρέπεται σε χρήμα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρευστοποιούμαι | ρευστοποιούμουν | θα ρευστοποιούμαι | να ρευστοποιούμαι | ||
β' ενικ. | ρευστοποιείσαι | ρευστοποιούσουν | θα ρευστοποιείσαι | να ρευστοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | ρευστοποιείται | ρευστοποιούνταν | θα ρευστοποιείται | να ρευστοποιείται | ||
α' πληθ. | ρευστοποιούμαστε | ρευστοποιούμασταν ρευστοποιούμαστε |
θα ρευστοποιούμαστε | να ρευστοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | ρευστοποιείστε | ρευστοποιούσασταν ρευστοποιούσαστε |
θα ρευστοποιείστε | να ρευστοποιείστε | ρευστοποιείστε | |
γ' πληθ. | ρευστοποιούνται | ρευστοποιούνταν | θα ρευστοποιούνται | να ρευστοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρευστοποιήθηκα | θα ρευστοποιηθώ | να ρευστοποιηθώ | ρευστοποιηθεί | ||
β' ενικ. | ρευστοποιήθηκες | θα ρευστοποιηθείς | να ρευστοποιηθείς | ρευστοποιήσου | ||
γ' ενικ. | ρευστοποιήθηκε | θα ρευστοποιηθεί | να ρευστοποιηθεί | |||
α' πληθ. | ρευστοποιηθήκαμε | θα ρευστοποιηθούμε | να ρευστοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | ρευστοποιηθήκατε | θα ρευστοποιηθείτε | να ρευστοποιηθείτε | ρευστοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | ρευστοποιήθηκαν ρευστοποιηθήκαν(ε) |
θα ρευστοποιηθούν(ε) | να ρευστοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ρευστοποιηθεί | είχα ρευστοποιηθεί | θα έχω ρευστοποιηθεί | να έχω ρευστοποιηθεί | ρευστοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις ρευστοποιηθεί | είχες ρευστοποιηθεί | θα έχεις ρευστοποιηθεί | να έχεις ρευστοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ρευστοποιηθεί | είχε ρευστοποιηθεί | θα έχει ρευστοποιηθεί | να έχει ρευστοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ρευστοποιηθεί | είχαμε ρευστοποιηθεί | θα έχουμε ρευστοποιηθεί | να έχουμε ρευστοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ρευστοποιηθεί | είχατε ρευστοποιηθεί | θα έχετε ρευστοποιηθεί | να έχετε ρευστοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ρευστοποιηθεί | είχαν ρευστοποιηθεί | θα έχουν ρευστοποιηθεί | να έχουν ρευστοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρευστοποιούμαι
|