αέριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αέριος | η | αέρια | το | αέριο |
γενική | του | αέριου | της | αέριας | του | αέριου |
αιτιατική | τον | αέριο | την | αέρια | το | αέριο |
κλητική | αέριε | αέρια | αέριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αέριοι | οι | αέριες | τα | αέρια |
γενική | των | αέριων | των | αέριων | των | αέριων |
αιτιατική | τους | αέριους | τις | αέριες | τα | αέρια |
κλητική | αέριοι | αέριες | αέρια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αέριος < αρχαία ελληνική ἀέριος
Επίθετο
επεξεργασίααέριος, -α, -ο
- που βρίσκεται στην τρίτη από τις καταστάσεις της ύλης, που δεν είναι ούτε στερεός ούτε υγρός.
- σύστημα παροχής αέριου οξυγόνου
- που αποτελείται από αέρα.
- ψυχρές αέριες μάζες κινούνται προς τη δυτική Ελλάδα
- το ουδέτερο ως ουσ: Το αέριο → δείτε τη λέξη .