ρεάλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεάλ < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική ή (άμεσο δάνειο) ισπανική real
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾeˈal/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐άλ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεάλ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεάλ
|