παραθετικά
θετικός real
συγκριτικός realer / more real
υπερθετικός realest / most real

  Επίθετο

επεξεργασία

real (en)

  1. πραγματικός, που υπάρχει και δεν φαντάζεται
    ⮡  in real life - στην πραγματική ζωή
    ⮡  It’s a real advantage.
    Είναι πραγματικό πλεονέκτημα.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πραγματικός, χρησιμοποιείται για να τονίσει μια κατάσταση ή ιδιότητα
    ⮡  That child is a real handful.
    Αυτό το παιδί είναι πραγματικός μπελάς.

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
real < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική reālis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁeˈal/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

real (de)

  1. αληθινός, πραγματικός
  2. ρεαλιστικός



ενικός πληθυντικός
real reales

  Επίθετο

επεξεργασία

real (es)

  1. πραγματικός
  2. βασιλικός



ενικός πληθυντικός
real reais

  Επίθετο

επεξεργασία

real (pt)

  1. πραγματικός
  2. βασιλικός