Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεάλ πολιτίκ (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Realpolitik < real (αληθινός) + Politik (πολιτική)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈal po.liˈtik/ (κατά τη γερμανική προφορά)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ρεάλ πολιτίκ θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία