φωτορεαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωτορεαλισμός | οι | φωτορεαλισμοί |
γενική | του | φωτορεαλισμού | των | φωτορεαλισμών |
αιτιατική | τον | φωτορεαλισμό | τους | φωτορεαλισμούς |
κλητική | φωτορεαλισμέ | φωτορεαλισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωτορεαλισμός < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική photorealism. Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + ρεαλισμός.
- (καλλιτεχνικός όρος) < (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική fotorealismo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fo.to.ɾe.a.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐ρε‐α‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτορεαλισμός αρσενικό
- αναπαράσταση αντικειμένων, κτιρίων ή χώρων με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή με έμφαση σε λεπτομέρειες που αφορούν τα υλικά, τα χρώματα ή τον φωτισμό
- ※ Οι τρισδιάστατες ψηφιακές εικόνες εισβάλλουν υποκαθιστώντας την πραγματικότητα. Η δύναμη του φωτορεαλισμού κλέβει λίγο από τη μαγεία της προσμονής, αλλά ταυτόχρονα απογειώνει τη φαντασία του δημιουργού.
- Τζίνα Σωτηροπούλου, Το όραμα των νέων αρχιτεκτόνων…, Η Καθημερινή, 13 Σεπτεμβρίου 2015
- ※ Οι τρισδιάστατες ψηφιακές εικόνες εισβάλλουν υποκαθιστώντας την πραγματικότητα. Η δύναμη του φωτορεαλισμού κλέβει λίγο από τη μαγεία της προσμονής, αλλά ταυτόχρονα απογειώνει τη φαντασία του δημιουργού.
- (τέχνη) τεχνοτροπία η οποία χρησιμοποιείται στη ζωγραφική για την αναπαράσταση ενός αντικειμένου με φωτογραφική ακρίβεια
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτορεαλισμός
Πηγές
επεξεργασία- φωτορεαλισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)