Δείτε επίσης: Κατηγορία:Λογοτεχνία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογοτεχνία οι λογοτεχνίες
      γενική της λογοτεχνίας των λογοτεχνιών
    αιτιατική τη λογοτεχνία τις λογοτεχνίες
     κλητική λογοτεχνία λογοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοτεχνία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία (ομιλία που εκφωνείται με καλλιέπεια) < λογοτέχν(ης) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε λογο- + -τεχνία [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lo.ɣo.teˈxni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γο‐τε‐χνί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογοτεχνία θηλυκό

  1. η δημιουργία έργων του γραπτού ή προφορικού λόγου με αξιώσεις που αποτελούν επινοήσεις της φαντασίας των δημιουργών τους με σκοπό την ψυχική και πνευματική ικανοποίηση ή και την ψυχαγωγία του κοινού τους
    ⮡  ασχολείται με τη λογοτεχνία
    ⮡  Κέρδισε το βραβείο λογοτεχνίας σε μεγάλη ηλικία.
  2. (κατ’ επέκταση) το σύνολο έργων τέτοιων έργων
    ⮡  γραπτή λογοτεχνία, προφορική λογοτεχνία
    ⮡  Θα ήθελα πολύ να σπουδάσω λογοτεχνία.
  3. (κατ’ επέκταση) σύνολο έργων με τον ορισμό ανωτέρω που έχουν ένα κοινό στοιχείο (γλωσσικό ή θεματικό)
    ⮡  Η ευρωπαϊκή λογοτεχνία έχει διάφορες σχολές - γαλλική, ρωσική λογοτεχνία - αστυνομική, ερωτική λογοτεχνία.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λογοτέχνης, λόγος και τέχνη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λογοτεχνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «λογοτέχνης, λογοτεχνία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    Σημειώνει τον τίτλο άρθρου του Ι.Πανταζίδη στο περιοδικό Εστία του 1882 «Φιλολογία, Γραμματολογία, Λογοτεχνία»



  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοτεχνία < λογοτέχν(ης) + -ία. Μορφοφλογικά αναλύεται σε λογο- + -τεχνία [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογοτεχνία θηλυκό

  1. ομιλία με ρητορική τέχνη και καλλιέπεια [2]
  2. η τέχνη του έντεχνου λόγου [3]
    ※  12ος αιώνας - Νικήτας ο Ευγενειανός Νικήτ.Ευγ.Επιστ.2,8
    εὐνοίας ἄρα τῆς σῆς τὸ πρᾶγμα, οὐ τῆς εμῆς λογοτεχνίας λογίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λογοτεχνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «λογοτέχνης, λογοτεχνία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .