λογοτεχνία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /lɔ.ɣɔ.tɛ.ˈxni.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λογοτεχνία θηλυκό
- η δημιουργία έργων του γραπτού ή προφορικού λόγου που αποτελούν επινοήσεις της φαντασίας των δημιουργών τους (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) με σκοπό τον ψυχικό και πνευματικό ερεθισμό ή και την ψυχαγωγία του κοινού τους
- ασχολείται με τη λογοτεχνία
- κέρδισε το βραβείο λογοτεχνίας σε μεγάλη ηλικία
- (κατ' επέκταση) το σύνολο έργων με τον ορισμό ανωτέρω
- η λογοτεχνία χωρίζεται σε γραπτή και προφορική
- θα ήθελα πολύ να σπουδάσω λογοτεχνία
- (κατ' επέκταση) σύνολο έργων με τον ορισμό ανωτέρω που έχουν ένα κοινό στοιχείο που τα διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα
- η ευρωπαϊκή λογοτεχνία έχει διάφορες σχολές
- η σύγχρονη λογοτεχνία δεν διδάσκεται αρκετά
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- συγκριτική λογοτεχνία: η μελέτη δύο ή περισσοτέρων ειδών λογοτεχνίας (συνήθως εθνικών) κατ' αντιδιαστολή μεταξύ τους
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λογοτεχνία