Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουρεαλισμός οι σουρεαλισμοί
      γενική του σουρεαλισμού των σουρεαλισμών
    αιτιατική τον σουρεαλισμό τους σουρεαλισμούς
     κλητική σουρεαλισμέ σουρεαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρεαλισμός < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική surréalisme[1] με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨ρρ⟩ → δείτε τη λέξη υπερρεαλισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουρεαλισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία