Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σουρεαλιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σουρεαλιστικ
ός
η
σουρεαλιστικ
ή
το
σουρεαλιστικ
ό
γενική
του
σουρεαλιστικ
ού
της
σουρεαλιστικ
ής
του
σουρεαλιστικ
ού
αιτιατική
τον
σουρεαλιστικ
ό
τη
σουρεαλιστικ
ή
το
σουρεαλιστικ
ό
κλητική
σουρεαλιστικ
έ
σουρεαλιστικ
ή
σουρεαλιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σουρεαλιστικ
οί
οι
σουρεαλιστικ
ές
τα
σουρεαλιστικ
ά
γενική
των
σουρεαλιστικ
ών
των
σουρεαλιστικ
ών
των
σουρεαλιστικ
ών
αιτιατική
τους
σουρεαλιστικ
ούς
τις
σουρεαλιστικ
ές
τα
σουρεαλιστικ
ά
κλητική
σουρεαλιστικ
οί
σουρεαλιστικ
ές
σουρεαλιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σουρεαλιστικός
<
σουρεαλισμός
Επίθετο
επεξεργασία
σουρεαλιστικός, -ή, -ό
υπερρεαλιστικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σουρεαλισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σουρεαλιστικός
αγγλικά
:
surreal
(en)
γαλλικά
:
surréaliste
(fr)