Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σουρεαλιστικός η σουρεαλιστική το σουρεαλιστικό
      γενική του σουρεαλιστικού της σουρεαλιστικής του σουρεαλιστικού
    αιτιατική τον σουρεαλιστικό τη σουρεαλιστική το σουρεαλιστικό
     κλητική σουρεαλιστικέ σουρεαλιστική σουρεαλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σουρεαλιστικοί οι σουρεαλιστικές τα σουρεαλιστικά
      γενική των σουρεαλιστικών των σουρεαλιστικών των σουρεαλιστικών
    αιτιατική τους σουρεαλιστικούς τις σουρεαλιστικές τα σουρεαλιστικά
     κλητική σουρεαλιστικοί σουρεαλιστικές σουρεαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρεαλιστικός < σουρεαλισμός

  Επίθετο επεξεργασία

σουρεαλιστικός, -ή, -ό


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία