σουρεαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουρεαλίστρια < σουρεαλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουρεαλίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη σουρεαλιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία σουρεαλίστρια
|
σουρεαλίστρια θηλυκό
|