Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιλαρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ιλαρότητ
α
οι
ιλαρότητ
ες
γενική
της
ιλαρότητ
ας
των
ιλαροτήτ
ων
αιτιατική
την
ιλαρότητ
α
τις
ιλαρότητ
ες
κλητική
ιλαρότητ
α
ιλαρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιλαρότητα
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἱλαρότης
<
αρχαία ελληνική
ἱλαρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιλαρότητα
θηλυκό
η ιδιότητα του
ιλαρού
,
ευθυμία
,
χαρά
,
αγαλλίαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιλαρότητα
αγγλικά
:
hilarity
(en)
,
mirth
(en)
γαλλικά
:
hilarité
(fr)