Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουτοπιστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ουτοπιστ
ής
οι
ουτοπιστ
ές
γενική
του
ουτοπιστ
ή
των
ουτοπιστ
ών
αιτιατική
τον
ουτοπιστ
ή
τους
ουτοπιστ
ές
κλητική
ουτοπιστ
ή
ουτοπιστ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ουτοπιστής
<
ουτοπία
+
-ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ουτοπιστής
αρσενικό
αυτός που επιδιώκει
ουτοπίες
, μη πραγματοποιήσιμα ιδανικά.
αυτός που ακολουθεί
ουτοπιστικές
θεωρίες.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ουτοπιστής
αγγλικά
:
utopian
(en)