Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασμολογητέος η δασμολογητέα το δασμολογητέο
      γενική του δασμολογητέου της δασμολογητέας του δασμολογητέου
    αιτιατική τον δασμολογητέο τη δασμολογητέα το δασμολογητέο
     κλητική δασμολογητέε δασμολογητέα δασμολογητέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασμολογητέοι οι δασμολογητέες τα δασμολογητέα
      γενική των δασμολογητέων των δασμολογητέων των δασμολογητέων
    αιτιατική τους δασμολογητέους τις δασμολογητέες τα δασμολογητέα
     κλητική δασμολογητέοι δασμολογητέες δασμολογητέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασμολογητέος < δασμολογώ + -τέος

  Επίθετο επεξεργασία

δασμολογητέος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία