Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δασμολογητέος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δασμολογητέ
ος
η
δασμολογητέ
α
το
δασμολογητέ
ο
γενική
του
δασμολογητέ
ου
της
δασμολογητέ
ας
του
δασμολογητέ
ου
αιτιατική
τον
δασμολογητέ
ο
τη
δασμολογητέ
α
το
δασμολογητέ
ο
κλητική
δασμολογητέ
ε
δασμολογητέ
α
δασμολογητέ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δασμολογητέ
οι
οι
δασμολογητέ
ες
τα
δασμολογητέ
α
γενική
των
δασμολογητέ
ων
των
δασμολογητέ
ων
των
δασμολογητέ
ων
αιτιατική
τους
δασμολογητέ
ους
τις
δασμολογητέ
ες
τα
δασμολογητέ
α
κλητική
δασμολογητέ
οι
δασμολογητέ
ες
δασμολογητέ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δασμολογητέος
<
δασμολογώ
+
-τέος
Επίθετο
επεξεργασία
δασμολογητέος
που
πρέπει
να
δασμολογηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδασμολόγητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δασμολογώ
,
δασμός
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δασμολογητέος
αγγλικά
:
dutiable
(en)
,
customable
(en)