Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδασμολογήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀδασμολογήτως. Συγχρονικά αναλύεται σε αδασμολόγητ(ος) + -ως.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ða.zmo.loˈʝi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δα‐σμο‐λο‐γή‐τως
τονικό παρώνυμο: αδασμολόγητος

  Επίρρημα επεξεργασία

αδασμολογήτως

  Πηγές επεξεργασία