αδασμολογήτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδασμολογήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀδασμολογήτως. Συγχρονικά αναλύεται σε αδασμολόγητ(ος) + -ως.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ða.zmo.loˈʝi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δα‐σμο‐λο‐γή‐τως
- τονικό παρώνυμο: αδασμολόγητος
Επίρρημα
επεξεργασίααδασμολογήτως
Πηγές
επεξεργασία- αδασμολογήτως — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)