αδασμολόγητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδασμολόγητα < αδασμολόγητ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ða.zmoˈlo.ʝi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δα‐σμο‐λό‐γη‐τα
Επίρρημα
επεξεργασίααδασμολόγητα
- με αδασμολόγητο τρόπο, χωρίς δασμούς
- άλλες μορφές: αδασμολογήτως (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδασμολόγητα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααδασμολόγητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αδασμολόγητο) του αδασμολόγητος
Πηγές
επεξεργασία- αδασμολόγητος, αδασμολόγητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας