Ετυμολογία

επεξεργασία
αδασμολόγητα < αδασμολόγητ(ος) +

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ða.zmoˈlo.ʝi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δα‐σμο‐λό‐γη‐τα

  Επίρρημα

επεξεργασία

αδασμολόγητα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αδασμολόγητα