Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀδασμολογήτως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀδασμολογήτως
<
ἀδασμολόγητ(ος)
+
-ως
Επίρρημα
επεξεργασία
ἀδασμολογήτως
(
καθαρεύουσα
)
αδασμολόγητα
,
αδασμολογήτως