Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
interlope interlopes

interlope (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παράνομος, λαθραίος
    → δείτε τη λέξη  contrebande
  2. ύποπτος
     συνώνυμα: suspect, louche

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
interlope interlopes

interlope (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) λαθρεμπορικό πλοίο