Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
louche louches

louche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ύποπτος
  2. στραβός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
louche louches

louche (fr) θηλυκό