Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

λαθραίο

  1. λαθραίος, στην αιτιατική του ενικού

λαθραίο, ουδέτερο του λαθραίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού