καταχρηστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταχρηστικά < καταχρηστικός + -ά
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.xɾi.stiˈka/
Επίρρημα
επεξεργασία
καταχρηστικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταχρηστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
καταχρηστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καταχρηστικός