Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγαδεύω < αρχαία ελληνική φυγαδεύω < φυγάς < φεύγω

φυγαδεύω

  • βοηθώ κάποιον να ξεφύγει, μεταφέροντάς τον κάπου αλλού γι’ ασφάλεια
    Ο κατηγορούμενος φυγαδεύτηκε από την πίσω πόρτα του δικαστηρίου, για να μην τον ξυλοκοπήσουν οι συγγενείς του θύματός του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία