φυγαδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυγαδεύω < αρχαία ελληνική φυγαδεύω < φυγάς < φεύγω
Ρήμα
επεξεργασίαφυγαδεύω
- βοηθώ κάποιον να ξεφύγει, μεταφέροντάς τον κάπου αλλού γι’ ασφάλεια
- Ο κατηγορούμενος φυγαδεύτηκε από την πίσω πόρτα του δικαστηρίου, για να μην τον ξυλοκοπήσουν οι συγγενείς του θύματός του
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυγαδεύω | φυγάδευα | θα φυγαδεύω | να φυγαδεύω | φυγαδεύοντας | |
β' ενικ. | φυγαδεύεις | φυγάδευες | θα φυγαδεύεις | να φυγαδεύεις | φυγάδευε | |
γ' ενικ. | φυγαδεύει | φυγάδευε | θα φυγαδεύει | να φυγαδεύει | ||
α' πληθ. | φυγαδεύουμε | φυγαδεύαμε | θα φυγαδεύουμε | να φυγαδεύουμε | ||
β' πληθ. | φυγαδεύετε | φυγαδεύατε | θα φυγαδεύετε | να φυγαδεύετε | φυγαδεύετε | |
γ' πληθ. | φυγαδεύουν(ε) | φυγάδευαν φυγαδεύαν(ε) |
θα φυγαδεύουν(ε) | να φυγαδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φυγάδευσα | θα φυγαδεύσω | να φυγαδεύσω | φυγαδεύσει | ||
β' ενικ. | φυγάδευσες | θα φυγαδεύσεις | να φυγαδεύσεις | φυγάδευσε | ||
γ' ενικ. | φυγάδευσε | θα φυγαδεύσει | να φυγαδεύσει | |||
α' πληθ. | φυγαδεύσαμε | θα φυγαδεύσουμε | να φυγαδεύσουμε | |||
β' πληθ. | φυγαδεύσατε | θα φυγαδεύσετε | να φυγαδεύσετε | φυγαδεύστε | ||
γ' πληθ. | φυγάδευσαν φυγαδεύσαν(ε) |
θα φυγαδεύσουν(ε) | να φυγαδεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φυγαδεύσει | είχα φυγαδεύσει | θα έχω φυγαδεύσει | να έχω φυγαδεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις φυγαδεύσει | είχες φυγαδεύσει | θα έχεις φυγαδεύσει | να έχεις φυγαδεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει φυγαδεύσει | είχε φυγαδεύσει | θα έχει φυγαδεύσει | να έχει φυγαδεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φυγαδεύσει | είχαμε φυγαδεύσει | θα έχουμε φυγαδεύσει | να έχουμε φυγαδεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε φυγαδεύσει | είχατε φυγαδεύσει | θα έχετε φυγαδεύσει | να έχετε φυγαδεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φυγαδεύσει | είχαν φυγαδεύσει | θα έχουν φυγαδεύσει | να έχουν φυγαδεύσει |
|