πρόσφυγας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόσφυγας < (ελληνιστική κοινή) πρόσφυξ < προσφεύγω < πρός + αρχαία ελληνική φεύγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσφυγας αρσενικό / θηλυκό
- που αναγκαστικά εγκαταλείπει τον τόπο μόνιμης διαμονής και κατοικίας και για διάφορους λόγους προσφεύγει ή καταφεύγει σε γειτονική χώρα
Συγγενικά
επεξεργασία- προσφυγιά
- προσφυγικός
- προσφυγάκι
- προσφυγόπουλο
- προσφυγοπούλα
- → δείτε τις λέξεις προσφεύγω και φεύγω