προσφυγάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσφυγάκι | τα | προσφυγάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | προσφυγάκι | τα | προσφυγάκια |
κλητική | προσφυγάκι | προσφυγάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσφυγάκι < πρόσφυγ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσφυγάκι ουδέτερο
- ο νεαρός σε ηλικία πρόσφυγας
- ※ Έπαιζε με ξιπόλυτα προσφυγάκια στα λασπόνερα της Κοκκινιάς. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πρόσφυγας
προσφυγάκι
|