προσφυγόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσφυγόπουλο < πρόσφυγ(ας) + -όπουλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσφυγόπουλο ουδέτερο (θηλυκό προσφυγοπούλα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσφυγόπουλο
|
προσφυγόπουλο ουδέτερο (θηλυκό προσφυγοπούλα)
|