προσφυγιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσφυγιά | οι | προσφυγιές |
γενική | της | προσφυγιάς | των | προσφυγιών |
αιτιατική | την | προσφυγιά | τις | προσφυγιές |
κλητική | προσφυγιά | προσφυγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσφυγιά < πρόσφυγ(ας) + -ιά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.sfiˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σφυ‐γιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσφυγιά θηλυκό
- η κατάσταση του πρόσφυγα
- (περιληπτικό) το σύνολο των προσφύγων από μια περιοχή
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσφυγιά