refugee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
refugee | refugees |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrefugee (en)
- ο πρόσφυγας
- ⮡ The inhabitants of the area are by majority refugees.
- Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.
- ⮡ The inhabitants of the area are by majority refugees.