γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φυγών φυγοῦσ τὸ φυγόν
      γενική τοῦ φυγόντος τῆς φυγούσης τοῦ φυγόντος
      δοτική τῷ φυγόντ τῇ φυγούσ τῷ φυγόντ
    αιτιατική τὸν φυγόντ τὴν φυγούσᾰν τὸ φυγόν
     κλητική ! φυγών φυγοῦσ φυγόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φυγόντες αἱ φυγοῦσαι τὰ φυγόντ
      γενική τῶν φυγόντων τῶν φυγουσῶν τῶν φυγόντων
      δοτική τοῖς φυγοῦσῐ(ν) ταῖς φυγούσαις τοῖς φυγοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς φυγόντᾰς τὰς φυγούσᾱς τὰ φυγόντ
     κλητική ! φυγόντες φυγοῦσαι φυγόντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φυγόντε τὼ φυγούσ τὼ φυγόντε
      γεν-δοτ τοῖν φυγόντοιν τοῖν φυγούσαιν τοῖν φυγόντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

φυγών, -οῦσα, -όν