Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φυγών
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
φυγ
ών
ἡ
φυγοῦσ
ᾰ
τὸ
φυγόν
γενική
τοῦ
φυγόντ
ος
τῆς
φυγούσ
ης
τοῦ
φυγόντ
ος
δοτική
τῷ
φυγόντ
ῐ
τῇ
φυγούσ
ῃ
τῷ
φυγόντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
φυγόντ
ᾰ
τὴν
φυγούσ
ᾰν
τὸ
φυγόν
κλητική
ὦ
!
φυγ
ών
φυγοῦσ
ᾰ
φυγόν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
φυγόντ
ες
αἱ
φυγοῦσ
αι
τὰ
φυγόντ
ᾰ
γενική
τῶν
φυγόντ
ων
τῶν
φυγουσ
ῶν
τῶν
φυγόντ
ων
δοτική
τοῖς
φυγοῦ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
φυγούσ
αις
τοῖς
φυγοῦ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
φυγόντ
ᾰς
τὰς
φυγούσ
ᾱς
τὰ
φυγόντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
φυγόντ
ες
φυγοῦσ
αι
φυγόντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
φυγόντ
ε
τὼ
φυγούσ
ᾱ
τὼ
φυγόντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
φυγόντ
οιν
τοῖν
φυγούσ
αιν
τοῖν
φυγόντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'φυγών'
όπως «
φυγών
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
φυγών, -οῦσα, -όν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἔφῠγον
)
του ρήματος
φεύγω