Δείτε επίσης: πόνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πο‐νος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -πονος οι -πονοι
      γενική του -πονου των -πονων
    αιτιατική τον -πονο τους -πονους
     κλητική -πονε -πονοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
-πονος < πόνος[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-πονος αρσενικό

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -πονος η -πονη το -πονο
      γενική του -πονου της -πονης του -πονου
    αιτιατική τον -πονο τη(ν) -πονη το -πονο
     κλητική -πονε -πονη -πονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -πονοι οι -πονες τα -πονα
      γενική των -πονων των -πονων των -πονων
    αιτιατική τους -πονους τις -πονες τα -πονα
     κλητική -πονοι -πονες -πονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
-πονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πονος < πόνος[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-πονος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -πονοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα