Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στομαχόπονος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
στομαχόπον
ος
οι
στομαχόπον
οι
γενική
του
στομαχόπον
ου
των
στομαχόπον
ων
αιτιατική
τον
στομαχόπον
ο
τους
στομαχόπον
ους
κλητική
στομαχόπον
ε
στομαχόπον
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στομαχόπονος
<
στομάχ(ι)
+
-ό-
+
-πονος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
sto.maˈxo.po.nos
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στομαχόπονος
αρσενικό
πόνος
στο
στομάχι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στομαχόπονος
αγγλικά
:
stomachache
(en)
γαλλικά
:
mal
(fr)
au
ventre
(fr)