Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασομέρης οι χασομέρηδες
      γενική του χασομέρη των χασομέρηδων
    αιτιατική τον χασομέρη τους χασομέρηδες
     κλητική χασομέρη χασομέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασομέρης < χασομερώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασομέρης αρσενικό

  • αυτός που δεν έχει δουλειά και περνάει τη μέρα του μη κάνοντας τίποτα, ο αργόσχολος

  Μεταφράσεις επεξεργασία