Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χασομέρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χασομέρ
ης
οι
χασομέρ
ηδες
γενική
του
χασομέρ
η
των
χασομέρ
ηδων
αιτιατική
τον
χασομέρ
η
τους
χασομέρ
ηδες
κλητική
χασομέρ
η
χασομέρ
ηδες
Κατηγορία
όπως «
μανάβης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χασομέρης
<
χασομερώ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χασομέρης
αρσενικό
αυτός που δεν έχει δουλειά και περνάει τη μέρα του μη κάνοντας τίποτα, ο
αργόσχολος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χασομέρης
αγγλικά
:
loiterer
(en)